νεκρανάσταση

νεκρανάσταση
η (Μ νεκρανάστασις)
1. η επάνοδος από τον θάνατο στη ζωή, η ανάσταση εκ νεκρών, η αναβίωση
2. η Δευτέρα Παρουσία
νεοελλ.
1. (για θεσμούς ή καταστάσεις που αφανίστηκαν ή παρήκμασαν) επάνοδος στην ακμή, στη ζωή, στη δράση
2. αναγέννηση, αναζωογόνηση, άνοιξη («να ιδείς τη νεκρανάσταση, να ζεσταθεί η καρδιά σου», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + ἀνάστασις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεκρανάσταση — η 1. η επάνοδος από το θάνατο στη ζωή. 2. η αναζωογόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκρέγερση — η (Α νεκρέγερσις) η νεκρανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ἔγερσις] …   Dictionary of Greek

  • νεκρεγερσία — η (ΑΜ νεκρεγερσία) [νεκρεγέρτης] η νεκρανάσταση …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”